- σουρτούκης
- ο, θηλ. σουρτούκα και σουρτούκω, Ν1. αυτός που δεν τού αρέσει να μένει στο σπίτι του αλλά να γυρίζει άσκοπα στους δρόμους2. αλήτης3. το θηλ. ανοικοκύρευτη, ακατάσταση γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. surtuk. To θηλ. σουρτούκω < σουρτούκης κατά τα θηλ. σε -ω (πρβλ. πονήρ-ω)].
Dictionary of Greek. 2013.